- πορεύεται
- πορεύωmake to gopres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ὅς πορεύεται βράδιον, πορεύεται τάχιον. — См. Тише едешь, дальше будешь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
тише едешь, дальше будешь — (шутливая прибавка: от того места, куда едешь) Езди потиху, избудешь лихо. Ср. Тише едешь, дальше будешь , Ваш девиз благоразумный. Выбрав гладкую дорожку, Мы когда нибудь до цели Доплетемся понемножку. П.И. Вейнберг. Утешение. Ср. Мы… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
Тише едешь, дальше будешь — Тише ѣдешь, дальше будешь (шутливая прибавка: отъ того мѣста, куда ѣдешь). Ѣзди потиху, избудешь лихо. Ср. «Тише ѣдешь, дальше будешь», Вашъ девизъ благоразумный. Выбравъ гладкую дорожку, Мы, когда нибудь, до цѣли Доплетемся по немножку. П. И.… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
πεζός — ή, ό / πεζός, ή, όν, ΝΜΑ 1. το αρσ. ως ουσ. αυτός που πορεύεται με τα πόδια μεταβαίνοντας από τον έναν τόπο στον άλλο, πεζοπόρος, σε αντιδιαστολή με τον εποχούμενο ή έφιππο 2. οδοιπόρος, αυτός που πορεύεται στην ξηρά, όχι όμως κατ ανάγκη και με… … Dictionary of Greek
πορεύω — ΝΜΑ [πόρος] μέσ. πορεύομαι α) βαδίζω, οδοιπορώ, πηγαίνω κάπου («ὥστ ἐφ ἑνὸς πορεύονται σκέλους ἀσκωλίζοντες», Πλάτ.) β) πλέω διά θαλάσσης, ταξιδεύω (α. «βραδέως επορεύετο το σκάφος», Καλλιγ. β. «νέας τὰς ἀρίστας ἐπιλεξάμενος... ἐπορεύετο περὶ τὰ… … Dictionary of Greek
находити — НАХО|ДИТИ (58), ЖОУ, ДИТЬ гл. 1. Приходить, являться: Е˫а же [Соломониду] ничтоже не преклони... ни ѡгнь въздвиза˫асѧ. ни мч҃тль прѣтѧ. ни слугы находѧще. (κατεπείγων) ГБ XIV, 134б; || подниматься (о солнце): и ѿ находѧщаго сл҃нца огража˫а жженьѥ … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
LEO — I. LEO Alabandensis orator, praeter artem de Statibus, composuit Caricorum libros 4. totidemque Lyciacorum, reste Suidâ, qui et scripsisse ait sacrum bellum Phocensium, et Boeotorum. Equidem id negare non ausim, sed tamen fieri poslet, ut eos… … Hofmann J. Lexicon universale
έστε — I (Este). Τοποθεσία της Ιταλίας στην επαρχία της Πάντοβα, η οποία στην αρχαιότητα ήταν ακμαία πόλη με την ονομασία Ατέστε. Κατοικήθηκε πρώτα από λαό αβέβαιης καταγωγής, με τον οποίο αναμείχθηκαν την 2η χιλιετία π.Χ. οι Βενετοί, που ήρθαν από τα… … Dictionary of Greek
αεροπόρος — Ο χειριστής αεροπλάνου. Επίσης, εκείνος που ανήκει στο σώμα της αεροπορίας. νόσος των α. Ασθένεια των χειριστών των αεροπλάνων. Οφείλεται σε υπερκόπωση εξαιτίας συνεχών και δύσκολων πτήσεων. Εκδηλώνεται με αδυναμία, έντονη υπνηλία, τρέμουλο των… … Dictionary of Greek
βραχίονας — Στον όρο αυτό αντιστοιχούν γενικά οι ανατομικές περιοχές του κυρίως β., του αγκώνα και του αντιβραχίονα, που μαζί με τον ώμο, τον καρπό και το ακράχερο αποτελούν το άνω άκρο. Στον κυρίως β., ο σκελετός του οποίου αποτελείται από το βραχιόνιο οστό … Dictionary of Greek